- ἔκκεντροι
- ἔκκεντροςnot having the earth as centremasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκκεντρος — η, ο 1. που δε βρίσκεται στο κέντρο κύκλου, ο εκκεντρικός (βλ. λ., 1). 2. (μηχ.), που στρέφεται γύρω από άξονα, ο οποίος δεν περνάει από το κέντρο του. 3. το ουδ. ως ουσ., έκκεντρο (βλ. λ.). 4. φρ., «έκκεντροι κύκλοι», κύκλοι που περικλείνονται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)